4 troxoi website home 4 troxoi forum

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΣΗΣ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ 4ΤΡΟΧΟΙ

Σοφία Καββαθά: Ένα περιοδικό γεννιέται-Επεισόδιο 6ο

... και μια ημέρα κυκλοφορούν τα «Νέα» με την επιστολή του Βενάρδου, που αρχίζει «Αγαπητέ Κώστα», στον οποίο απευθυνόταν. O «Κώστας», ο Κώστας Καββαθάς δηλαδή, γίνεται κέντρο ενδιαφέροντος για την Ασφάλεια Αθηνών επί δικτατορίας. Σε μία εβδομάδα (τόσο χρειάστηκε να φτάσουν στον Κ.Κ. οι μυστικές και φανερές υπηρεσίες) αρχίζουν τα τηλεφωνήματα από την Ασφάλεια Αθηνών στα γραφεία. Στο πρώτο ο Κ.Κ. είναι στο εξωτερικό, και όταν γυρίζει παίρνει το μήνυμα της αγωνίας που είχε αφήσει η Ασφάλεια. Όταν επιστρέψει να μιλήσει με τον... δε θυμάμαι το όνομά του. Κι αρχίζει το σκηνικό.
Να τον ζητούν, και το πράγμα να σφίγγει σαν βρόγχος. Στο χρονικό διάστημα που είχε μεσολαβήσει, το είχα συζητήσει με τον πατέρα μου, που ήταν δικηγόρος, και μου είχε πει ότι η μεγαλύτερη βλακεία που μπορούσαμε να κάνουμε ήταν να τον κρύβαμε. Γιατί, ακόμα κι αν συλλάμβαναν τον Βενάρδο και τον πίεζαν, θα έλεγε ότι ο Κώστας δε δέχτηκε το γράμμα, άρα δεν είχε καμία συμμετοχή. Η αγωνία της αναμονής και της εξέλιξης πολλαπλασίαζε το χρόνο, κάνοντάς μας να νιώθουμε το λεπτό της ώρας χρονιά ολόκληρη. Κι έτσι, σαν... υπνοβάτης του μεσημεριού, τηλεφωνώ σε έναν καλό μας φίλο αστυνομικό στην Κρατική Ασφάλεια, όπως την έλεγαν τότε, που στεγαζόταν στο σημερινό attica. Τον βρίσκω στο σπίτι του, όπου πηγαίνω. Του λέω τα πράγματα πώς έχουν και τη βλακεία να κρύψουμε τον ερχομό του Βενάρδου στο σπίτι μας. Παίρνει τον Κ.Κ. στο γραφείο, του λέει να πάμε όλοι μαζί στην Ασφάλεια Αθηνών και θα τηλεφωνήσει εκείνος στο διευθυντή και συνάδελφό του. Τηλεφωνεί στο διοικητή, του λέει την ιστορία και τον ακούω εγώ η ίδια να ορκίζεται ως αστυνομικός ότι ήταν φόβος και βλακεία να το κρύψουμε και ότι δεν έχουμε καμία άλλη σχέση μαζί του.
Πάμε στη Μεσογείων, στην Ασφάλεια, όπου έχουν δώσει ραντεβού με τον Κ.Κ. Φτάνουμε πρώτοι, περιμένουμε στο αυτοκίνητο, και, όταν εμφανίζεται ο Κώστας με τη μηχανή, βγάζει το κράνος, το αφήνει στο αυτοκίνητο του φίλου και παίρνουμε και οι τρεις μαζί το διάδρομο του Γολγοθά, που τον όριζαν αστυνομικοί πιασμένοι μεταξύ τους αγκαζέ, δημιουργώντας έτσι ένα φράγμα έως την κεντρική είσοδο της Ασφάλειας. Σαν ρομπότ, χωρίς να αισθανόμαστε τίποτα, ούτε φόβο (αυτό το είχαμε ζήσει όλες τις προηγούμενες ημέρες), με γρήγορο βήμα και πολλούς συνοδούς, ανεβαίνουμε στον πρώτο όροφο και περιμένουμε. Βγαίνει από το γραφείο του διοικητή ο φίλος Α.Κ., χαιρετά και φεύγει. Καλούν τον Κώστα πρώτα, και εγώ απέξω με ένστολη παρεούλα περιμένω με αγωνία τη συνέχεια, αρχίζοντας πάλι να νιώθω την πραγματικότητα. Η ώρα περνάει ή δεν περνάει, και έρχεται η στιγμή να μπω στο γραφείο της ανάκρισης. Κι αρχίζουν τα διάφορα ανακριτικά κολπάκια, όπως κατά τη διάρκεια της αφήγησης να με διακόπτουν έντονα κι άγρια ρωτώντας με άσχετα με την αφήγηση...
- Το αυτοκίνητο ήταν κόκκινο.
- Όχι. Το αυτοκίνητό μου είναι λευκό.
- Τα λεφτά που σου έδωσε τα είχε βάλει σε εφημερίδες.
- Δε μου έδωσε λεφτά, ούτε εφημερίδες, ούτε το χέρι του να με χαιρετήσει.
Με τέτοιες ερωτήσεις, άσχετες με τη ροή της αφήγησης μου, έβγαινε κάτι σαν αστυνομικίστικη μαγκιά της δικτατορικής εξουσίας, χωρίς ίχνος ευφυΐας που πιθανώς χρειάζεται μια ανάκριση. Τον Κώστα δεν τον ξαναείδα όταν με άφησαν να φύγω, και κατάλαβα ότι ήταν κρατούμενος. Κι όντως, κρατήθηκε για 14 ημέρες σ’ ένα κελί της Ασφάλειας Αθηνών. Σε λαμαρινένια κελιά, που με τον καυτό ήλιο γίνονταν ανθρώπινοι φούρνοι και οι κρατούμενοι... ψητά. Η ζωή τραβά την ανηφόρα, κι εμείς κουπί χωρίς γάντια.
Ευτυχώς, ενδιαφέρθηκαν τότε ο πρόεδρος της Ένωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών, ο Χρήστος Πασαλάρης, και ο αρχίατρος ο μακαρίτης ο Βασίλης Σπανός και πήγαν στο γραφείο του διοικητή εξηγώντας με κάθε τρόπο το λόγο που ένας δημοσιογράφος δεν αποκαλύπτει ή «καρφώνει», ιδιαίτερα κάποιον που δεν είχε βλάψει κανέναν. Ο διοικητής αποφάσισε πως τις ώρες λειτουργίας των γραφείων δεν έμενε στο κελί, αλλά σε... γραφείο! Του είχαν πάρει τα πάντα, ρολόι, στιλό, ακόμα και τα φάρμακα, τα οποία κρατούσαν και έδιναν οι αστυνομικοί. Και το βράδυ τον ανέβαζαν στο κελί, για να τον κατεβάσουν την άλλη ημέρα. Και την τρίτη ή τέταρτη ημέρα με καλούν για την έγγραφη-ένορκη κατάθεση. Πάω με τον πατέρα μου. Μπαίνοντας στο γραφείο των ανακριτών, τελευταία του συμβουλή ήταν: Εδώ μέσα δεν υπάρχεις, παρά μόνο αν το θέλουν. Δεν υπάρχει ούτε νόμος, ούτε ιερό, ούτε όσιο. Πρόσεχε, παιδί μου, να γράφουν αυτά που τους λες, κι όχι άλλα. Δε θα σου δώσουν το κείμενο να το διαβάσεις μετά. Μόνο θα το υπογράψεις. Πρόσεχε, έχε τα μάτια σου 14. Τι λες, πώς το λες και τι γράφεται από αυτούς. Εντάξει, πέρασε κι αυτό. Και την άλλη ημέρα, την Κυριακή, που πήγα να τον δω, μου ζητήθηκε να μπω σε έναν υπόγειο, βρομερό χώρο, με ένα σωρό γυναίκες που τις είχαν συλλάβει, να τους κάνω εγώ σωματικό έλεγχο, γιατί δεν υπήρχε αστυνομικίνα στην κυριακάτικη βάρδια. Δικτατορία, βλέπετε, ό,τι γούσταραν έκαναν.

Κι έρχεται η ημέρα που το μεγάλο γκρουπ των προφυλακισμένων στα κελιά της ταράτσας, των εχόντων σχέση, κατά τη γνώμη τους, με τις πράξεις του Θ.Β., περνά την έξοδο της Ασφάλειας, για να μπει στην κλούβα. Βλέπω τον Κώστα από μέσα κι είναι μια εικόνα που ποτέ δε θα φύγει από τα μάτια μου. Συναντιόμαστε στο γραφείο του Τσεβά, του δικαστικού που θα έκρινε ποιος θα προφυλακιζόταν και ποιος όχι. Στο Fiat Autobianchi Abarth εγώ με το ροζ πάνθηρα στην πόρτα του οδηγού και τον πατέρα μου στη διπλανή θέση, πίσω από την κλούβα, με τον Κώστα να μας κοιτάει από το πίσω κάθισμα (της κλούβας), φτάνουμε στον τελικό προορισμό. Κατεβαίνουν με χειροπέδες όλοι, και ο Βενάρδος με αλυσίδες σε λαιμό, χέρια και πόδια, και μπαίνουμε σε ένα χώρο που στην πραγματικότητα χωρούσε τους μισούς. Η ζέστη αφόρητη, όπως και η πίκρα από την εικόνα των υποψήφιων σε φυλάκιση και την έκφρασή τους, που έγραφε έντονα την ανασφάλεια και την αγωνία, όπως πάντα σε αντίθεση με την έκφραση των φορέων της εξουσίας, που εκπέμπει έντονα τη σιγουριά της υπεροχής. Στην έδρα ο Τσεβάς, στην αίθουσα κάτω ο Λάζαρος Μπλέτσας, ο πατέρας μου. Ακούγεται το όνομα «Ευάγγελος-Κωνσταντίνος Καββαθάς». Σπρώχνοντας-φωνάζοντας-χειρονομώντας, ο πατέρας μου φτάνει μπροστά στον εισαγγελέα Τσεβά, λέει τα διάφορα που λέγονται και κλείνει με το: «Ο Ευάγγελος-Κωνσταντίνος Καββαθάς είναι γαμπρός μου, τον γνωρίζω καλά και δεν έχει καμία σχέση ουσίας με το γεγονός. Τώρα γιατί δεν ενημέρωσε την αστυνομία, λιποθύμησε η κόρη μου από το φόβο της και πέρασε η ώρα! Με την καθυστέρηση σκέφθηκαν ότι θα είχαν συνέπειες και το άφησαν. Ούτε σε εμένα, που είμαι γονιός και δικηγόρος, το είπαν. Και δίνω το λόγο της προσωπικής και επαγγελματικής μου τιμής ότι είναι έτσι. Και επειδή στο γραφείο μου κάνατε, κύριε εισαγγελέα, την άσκησή σας, γνωρίζετε την εντιμότητά μου προσωπικά».
Τι να πω τώρα... Τελικά, αν δεν ήταν ο μοναδικός ο Κ.Κ., δεν ήταν πάνω από 5 οι μη προφυλακισθέντες από τους 30. Φτάνουμε στο σπίτι, μέναμε πλέον στη Βούλα τότε, ο πρώην κρατούμενος βγάζει όλα, μα όλα του τα ρούχα και ανεβαίνει στις ξαπλώστρες της ταράτσας, να τον φυσάει ο αέρας και τα μάτια να μη σταματούν σε κοντινούς τοίχους και λαμαρίνες, αλλά να φεύγουν στον ουρανό και στη θάλασσα. Ελεύθερος και μ... όπως έλεγε ο ίδιος την εξέλιξη της απόκρυψης της συνάντησης με τον Θ.Β.